-
1 δυσχερείας
δυσχερείᾱς, δυσχέρειαannoyance: fem acc plδυσχερείᾱς, δυσχέρειαannoyance: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 διαπνέω
A blow through, of air,δ. τὸ σῶμα Arist.Pr. 967a3
, cf. Mete. 370b6, etc.:—[voice] Pass.,αὔραις διαπνεῖσθαι X.Smp.2.25
, cf. Arist.HA 518a16, D.S.5.82.2 intr., admit air,ἀπόφραξον ἅπαντα ὡς μὴ διαπνέειν HeroSpir.2.21
.II breathe between times, get breath, Plb.27.9.10, Plu.Cim.12, Ph.1.90,al.;ἐκ δυσχερείας Plb.31.4.1
.IV [voice] Pass.,διαπίπτειν καὶ διαπνεῖσθαι Pl.Phd. 80c
;δ. καὶ σήπεται τὸ σῶμα Arist.de An. 411b9
.2 Medic., dissipate by exhalation, Aret.SA1.7:—[voice] Pass., Gal.15.377 (also intr. in pass. sense,διέπνευσε τὸ ἄλγος Aret.CA1.10
).3 [voice] Pass., of plants, exhale,διαπνεῖται καὶ ἐξατμίζεται Thphr.CP1.1.3
, cf. M.Ant.6.16; of human beings, perspire, Id.3.1, Gal.15.377:—so [voice] Med., Hp.Alim.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπνέω
См. также в других словарях:
δυσχερείας — δυσχερείᾱς , δυσχέρεια annoyance fem acc pl δυσχερείᾱς , δυσχέρεια annoyance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλεμα — το [βολεύω] 1. τοποθέτηση πράγματος στη θέση του, συγύρισμα 2. πρόχειρη και προσωρινή αντιμετώπιση κάποιας δυσχέρειας 3. επιτυχία ή το να καταλάβει κάποιος μια θέση χωρίς να την αξίζει 4. συνουσία … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και … Dictionary of Greek
σκριπτ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν.) (οικον.) προσωρινή απόδειξη που παραδίδεται σε κατόχους πιστωτικών τίτλων έναντι τοκομεριδίων τα οποία έληξαν και τών οποίων η πληρωμή ανεστάλη για λόγους, κυρίως, οικονομικής δυσχέρειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrip, συντμ. τ … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μαρτζώκης — Επώνυμο οικογένειας ποιητών από τη Ζάκυνθο. 1. Ανδρέας Κάρολος Διονύσιος (1849 – 1922). Ποιητής. Εργαζόταν στο δημαρχείο Ζακύνθου και παράλληλα δίδασκε την ιταλική και γαλλική γλώσσα ως οικοδιδάσκαλος. Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές με τίτλο… … Dictionary of Greek